- γκαλερί
- η(λ. γαλλ.), αίθουσα εκθέσεων έργων τέχνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νάσιοναλ Γκάλερι — (National Gallery). Μία από τις μεγαλύτερες συλλογές ζωγραφικής του κόσμου. Στεγάζεται στην Πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου, σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο του αρχιτέκτονα Γουίλιαμ Γουίλκινς, το οποίο τελείωσε το 1838 και συμπληρώθηκε με διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Μπουζιάνης, Γεώργιος — (Αθήνα 1885 – 1959). Ζωγράφος. Γιος εμπόρου καταγόμενου από την Τρίπολη, γράφτηκε το 1900 ακολουθώντας τις προτροπές του φίλου του ζωγράφου Αργυρού στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε δασκάλους τον Ροιλό, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Γερανιώτη, τον… … Dictionary of Greek
Κουνέλης, Ιωάννης — (Πειραιάς 1936 –). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης. Το 1960, πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του, πραγματοποίησε την πρώτη προσωπική του έκθεση στην γκαλερί La Tartaruga της Ρώμης, με τίτλο Το Αλφάβητο του Κουνέλη.… … Dictionary of Greek
Απέργης, Αχιλλέας — (Κέρκυρα 1909 – Αθήνα 1986). Γλύπτης. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας γλύπτης που στράφηκε προς την ημιαφηρημένη και τελικά προς την τελείως αφηρημένη γλυπτική. Στην αρχή χρησιμοποίησε ανθρωπομορφικές συνθέσεις, στη συνέχεια όμως στράφηκε οριστικά σε… … Dictionary of Greek
Γιτς, Τζακ Μπάτλερ — (Jack Butler Yeats, Λονδίνο 1871 – 1957). Ιρλανδός ζωγράφος. Γιος του επίσης ζωγράφου Τζον Μπάτλερ Γιτς, ο οποίος φιλοτέχνησε πορτρέτα, και αδελφός του διάσημου ποιητή Γουίλιαμ Μπάτλερ Γιτς (βλ. λ.), θεωρείται ο πιο σημαντικός Ιρλανδός ζωγράφος… … Dictionary of Greek
Κάρο, Άντονι — (Sir Anthony Caro, Νιου Μάλντεν, Σάρεϊ 1924 –). Άγγλος γλύπτης. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1944 και στη συνέχεια σπούδασε γλυπτική στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου (1946 52). Προκάλεσε την προσοχή του κοινού το 1963 με μια… … Dictionary of Greek
Ντε Κούνινγκ, Βίλεμ — (Willem de Kooning, Ρότερνταμ 1904 – 1997). Αμερικανός ζωγράφος ολλανδικής καταγωγής. Σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε τη μαθητεία του στο Ρότερνταμ σε μια εταιρεία ζωγράφων και διακοσμητών. Σπούδασε ταυτόχρονα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των… … Dictionary of Greek
Ρενουάρ, Oγκίστ — (Renoir, Λιμόζ 1841 – Καν σιρ Μερ, 1919). Γάλλος ζωγράφος από τους γονιμότερους δασκάλους του εμπρεσιονισμού (τα έργα του είναι περισσότερα από 4.000). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, γι’ αυτό, από πολύ νέος, εργάστηκε σε εργοστάσιο πορσελάνης,… … Dictionary of Greek
Σερά, Ζορζ - Πιερ — (Seurat Georges Pierre). Γάλλος ζωγράφος (Παρίσι 1859 1891), ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και δημιουργός του νεοεμπρεσιονισμού. Διαπλάστηκε στη σχολή του Λεμάν, όπου κατόρθωσε να επωφεληθεί, παρά τη μετριότητα του… … Dictionary of Greek
Στρότζι Μπερνάρντο, ο επονομαζόμενος Γενοβέζος Καπουτσίνος — (Strozzi). Ιταλός ζωγράφος (Τζένοβα 1581 – Βενετία 1644). Μπήκε στο τάγμα των Καπουτσίνων το 1598 και μετά παραμονή πολλών ετών αποχώρησε το 1630. Την καλλιτεχνική του μόρφωση την απόχτησε στη Γένοβα και επηρεάστηκε από την τοπική τεχνοτροπία της … Dictionary of Greek